chewing gum

UK:*UK and possibly other pronunciationsUK and possibly other pronunciations/ˈtʃuːɪŋgʌm/US:USA pronunciation: IPA and respellingUSA pronunciation: IPA/ˈtʃuɪŋ ˌgʌm/ ,USA pronunciation: respelling(cho̅o̅ing)

  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
chewing gum n (confectionery)τσίχλα, μαστίχα ουσ θηλ
 I use chewing gum as a substitute for cigarettes when I'm trying to quit smoking.
 Όταν προσπαθώ να σταματήσω το κάπνισμα χρησιμοποιώ τσίχλες ως υποκατάστατο των τσιγάρων.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'chewing gum' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση chewing gum στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «chewing gum».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!